Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τοῖς δεινοῖς περὶ λόγων ὁλκήν

См. также в других словарях:

  • ολκή — η (Α ὁλκή) 1. η έλξη, το σύρσιμο ή το τράβηγμα («ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή» το να σύρει κάποιος το ξαντικό εργαλείο κατά την κατεργασία υφασμάτων, Πλάτ.) 2. η προς τα κάτω ροπή τής πλάστιγγας νεοελλ. 1. το βάρος σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων 2. η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»